οὐρανός

οὐρανός
οὐρᾰνός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν.)
1 heaven

ἐν οὐρανῷ O. 14.10

Ἄτλας οὐρανῷ προσπαλαίει P. 4.289

ὁ χάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ P. 10.27

ἄρχε δ' οὐρανοῦ πολυνεφέλα κρέοντι, θύγατερ, δόκιμον ὕμνον (Didymus: οὐρανῷ v. l. Aristarchus; οὐρανῶ v. l. = gen. aeol., Σ; οὐρανώα v. l.) N. 3.10

οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ N. 4.67

κατένευσέν τέ οἱ ὀρσινεφὴς ἐξ οὐρανοῦ Ζεύς N. 5.34

ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.4

ἢ πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ N. 10.58

οὐρανοῦ ἐν χρυσέοις δόμοισιν N. 10.88

ὁ δ' ἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους I. 6.41

ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν Ζηνός I. 7.45

]εν οὐρανῷ[ Πα. 22. b. 8. πιτνάντες θοὰν κλίμακ' οὐρανὸν ἐς αἰπύν fr. 162. τᾶς τε γᾶς ὑπένερθε οὐρανοῦ θ' ὕπερ (sc. ἡ δὲ διάνοια πέτεται, Plato, Theaet., 173E) fr. 292. pro pers.,

Οὐρανὸς δ' ἔφριξέ νιν καὶ Γαῖα μάτηρ O. 7.38

Οὐρανοῦ τ' εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ Πα. 7B. 15.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Οὐρανός — heaven masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρανός — heaven masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου …   Dictionary of Greek

  • ουρανός — ο 1. το άπειρο διάστημα όπου κινούνται τα ουράνια σώματα. 2. ο ουράνιος θόλος σε κάθε τόπο της Γης: Με τ ουρανού το ρόδισμα ξεκινήσαμε. 3. ουράνια περιοχή, ως κατοικία θεών και ψυχών: Ο Θεός βρίσκεται στους Ουρανούς. 4. μτφ., το επιστέγασμα κάθε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ουρανός, Μιχαήλ — (11ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός. Ο θείος του αυτοκράτορας Μιχαήλ ΣΤ’ ο Στρατιωτικός, τον διόρισε στρατηγό διοικητή της Αντιόχειας αντί του στρατηγού Κατακαλών Κεκαυμένου. θέλοντας μάλιστα να του προσδώσει κύρος και αίγλη, τον ονόμασε Ο., επειδή… …   Dictionary of Greek

  • Ουρανός, Νικηφόρος — (10ος 11ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Βασίλειου B’ (976 1025). Ως αρχηγός των βυζαντινών στρατευμάτων των ευρωπαϊκών επαρχιών, στάλθηκε από τον αυτοκράτορα εναντίον του ηγεμόνα των Βουλγάρων Σαμουήλ, που… …   Dictionary of Greek

  • Νικηφόρος Ουρανός — Βυζαντινός στρατηγός. Βλ. λ. Ουρανός. Επώνυμο Βυζαντινών στρατηγών …   Dictionary of Greek

  • Уран в мифологии — (Ούρανός небо) в греческой мифологии сын и супруг Геи (Земли), отец титанов, киклопов и сторуких исполинов (гекатонхейров). Так как он не позволял своим детям видеть свет и скрывал их в недрах земли, то Гея возмутила против него детей, и младший… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Уран (миф.) — (Ούρανός небо) в греческой мифологии сын и супруг Геи (Земли), отец титанов, киклопов и сторуких исполинов (гекатонхейров). Так как он не позволял своим детям видеть свет и скрывал их в недрах земли, то Гея возмутила против него детей, и младший… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Οὐρανοῖο — Οὐρανός heaven masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρανοῖο — οὐρανός heaven masc gen sg (epic) οὐρανόω remove to heaven pres opt mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”